- σαμσάρα
- Ένα από τα δόγματα της ινδικής σκέψης, μαζί με το κάρμα του οποίου είναι αναγκαίο επακόλουθο· συνοψίζει τη διδασκαλία των μετεμψυχώσεων ή των μετενσαρκώσεων. Ο όρος σαμσάρα σημαίνει «ρεύμα» και προέρχεται από τη σανσκριτική ρίζα sar (= τρέχω ταχύτατα, διατρέχω). Η προέλευση του φαίνεται ότι συνδέεται με μια αρχαία τελετουργία της γονιμότητας που αργότερα πήρε την έννοια της πνευματικής αναγέννησης και συγχωνεύτηκε με τη σχέση μεταξύ της παγκόσμιας ψυχής (βράχμαν) και της ατομικής ψυχής (άτμαν), με συνέπεια την επέκταση του κάρμα στο σ. Ο σαμσαρικός μηχανισμός είναι εξαιρετικά απλός. Αφού παρέλθει ο αναγκαίος χρόνος μετά το θάνατο, η ψυχή επιστρέφει στη γη με όλη την κληρονομιά του κάρμα, που έχει συσσωρευτεί στην προηγούμενη ζωή, και αναγεννιέται έμψυχο ή άψυχο ον, ανάλογα με την αυτοσυνείδηση που είχε στην προηγούμενη ύπαρξη. Κάθε σφάλμα προκαθορίζει αναγκαστικά, σύμφωνα με λεπτολόγα διαδικασία, τις συνθήκες της αναγέννησης μέσω των βαριγκούνα ή ποιοτήτων, κι αυτό εξηγεί κατά ένα μέρος το σιδερένιο διαχωρισμό σε κάστες της ινδικής κοινωνίας. Η διακοπή του μηχανισμού αυτού πραγματοποιείται μέσω του κάρμα ή ηθικού νόμου, που σώζει έτσι, με μια ηθική βάση, το πρόβλημα της ελευθερίας του πνεύματος από τον κίνδυνο μιας παθητικής αποδοχής της ανθρώπινης μοίρας και από το θεμελιώδη πεσσιμισμό της ινδικής σκέψης.
* * *η, Νάκλ. η βασική έννοια τής μετενσάρκωσης στην ινδική φιλοσοφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ινδ. samsāra «περνώντας διά μέσου» < sam «μαζί, εντελώς» + sarati «τρέχει, ρέει»].
Dictionary of Greek. 2013.